- ὠτικόν
- ὠτικόςofmasc acc sgὠτικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek